τσακωτός

τσακωτός
-ή, -ό
που έχει συλληφθεί, πιασμένος, γραπωμένος: Τον έκαναν τσακωτό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσακωτός — ή, ό, Ν [τσακώνω] φρ. «τόν έκανα τσακωτό» τόν έπιασα επ αυτοφόρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”